- σπένδω
- Α1. κάνω σπονδή, χύνω από το ποτήρι μου κάτω μέρος από το περιεχόμενο υγρό, συνήθως κρασί, ως προσφορά σε κάποιον θεό (α. «αὐτάρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ εὔξεαι», Ομ. Οδ.β. «σπένδων αἴθοπα οἶνον ἐπ' αἰθομένοις ἱεροῑσιν», Ομ. Ιλ.γ. «σπείσασα νερτέροις χοάς», Ευρ.)2. χύνω, κάνω να χυθεί (α. «τράγου οὖρον σπείσαντες ρύονταί σφεα», Ηρόδ.β. «σπένδειν δάκρυα», Ανθ. Παλ. γ. «ξίφος Ἀλκαίοιο, τὸ πολλάκις αἷμα τυράννων ἔσπεισεν», Ανθ. Παλ.)3. τελώ σπονδές με κάποιον, κάνω συνθήκη (α. «μόνοι γὰρ τῶν ξυμμάχων... οὐκ ἐσπείσαντο Ἀθηναίοις», Θουκ.β. «ἐπὶ τοῑσδε δ' ἐσπείσαντο», Ευρ.)4. παθ. σπένδομαιθυσιάζομαι, προσφέρομαι ως θύμα αντί σπονδής («ἀλλ' εἰ καὶ σπένδομαι ἐπὶ τῇ θυσίᾳ καὶ λειτουργίᾳ τῆς πίστεως», ΚΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος συνδέεται με το χεττιτικό šip[p]and- «κάνω σπονδή», με σημ. θρησκευτική και με το λατ. spondeo «κάνω συνθήκες, δίνω εγγυήσεις». Στην Ελληνική το ρ. σπένδω είχε αρχικά σημ. θρησκευτική, από όπου, όμως, προήλθε η νομική και πολιτική σημ. «συνάπτω συνθήκη», λόγω τού ότι η σύναψη συνθήκης μεταξύ τών αντίπαλων παρατάξεων συνοδευόταν με τελετουργικές σπονδές που επικύρωναν τον όρκο και τη συμφωνία].
Dictionary of Greek. 2013.